- επεξελευστικός
- ἐπεξελευστικός, -ή, -όν (Μ) [επεξέλευσις]1. εκδικητικός2. τιμωρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεξελευστικόν — ἐπεξελευστικός avenging masc acc sg ἐπεξελευστικός avenging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελευστικήν — ἐπεξελευστικός avenging fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)